- δυνήσομ'
- δυνήσομαι , δύναμαιto be ableaor subj mid 1st sg (epic)δυνήσομαι , δύναμαιto be ablefut ind mid 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.